κυλινδρίσκος

κυλινδρίσκος
κῠλινδρ-ίσκος, ου, , = foreg., IG11(2).161B48, al. (Delos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυλινδρίσκος — κυλινδρίσκος, ο (Α) μικρός κύλινδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. κύλινδρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”